- αρπαχτά
- επίρρ быстро; второпях, впопыхах; на скорую руку; экспромтом;
έφαγα στ' αρπαχτά — я поел на скорую руку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έφαγα στ' αρπαχτά — я поел на скорую руку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρπαχτά — επίρρ. τροπ., γρήγορα, βιαστικά και πρόχειρα: Έφαγε στ αρπαχτά κι έφυγε αμέσως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεμοχάφτω — τρώγω αρπαχτά, καταπίνω την τροφή αμάσητη … Dictionary of Greek
αρπάγδην — ἁρπάγδην επίρρ. (Α) αρπαχτά, βίαια, εσπευσμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αρπάγ του ρ. αρπάζω + (επίρρ. κατάλ.) δην πρβλ. άρδην, μίγδην, συλλήβδην, φύρδην κ.ά.] … Dictionary of Greek
αρπαχτός — ή, ό (AM ἁρπακτός, ή, όν) [αρπάζω] αυτός που αποκτήθηκε με αρπαγή, ο κλοπιμαίος νεοελλ. 1. ο βιαστικός ή αυτός που γίνεται βιαστικά 2. επίρρ. αρπαχτά βιαστικά, γρήγορα, πρόχειρα αρχ. ο ριψοκίνδυνος … Dictionary of Greek
δράγδην — επίρρ. (Α) με τη φούχτα, αρπαχτά … Dictionary of Greek